γκέιζερ

γκέιζερ
Θερμή πηγή που εκτοξεύει στον αέρα τα νερά και τους ατμούς που περιέχει. Η εκτόξευση πραγματοποιείται σε διαστήματα λιγότερο ή περισσότερο κανονικά και σε διάφορα ύψη· μπορεί να φτάνει από λίγα μέτρα έως μερικές δεκάδες και σε εξαιρετικές περιπτώσεις πάνω από 100 μ. Ο όρος προέρχεται από την ισλανδική λέξη geysir (πλούσιος και βίαιος πίδακας), η οποία από τον 17o αι. χαρακτήριζε μερικές ιδιάζουσες πηγές της ομώνυμης επαρχίας στη νοτιοδυτική Ισλανδία. Τα γ. είναι ασυνήθιστα φυσικά φαινόμενα, που συμβαίνουν κυρίως σε περιοχές με σχετικά πρόσφατη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Το νερό εμπλουτίζεται κατά τη διαδρομή του με πυρίτιο, το οποίο κατά τη φάση της ψύξης δημιουργεί αποθέσεις γύρω από τον κρατήρα, σχηματίζοντας έναν δακτύλιο από μία ποικιλία οπαλίου, που λέγεται γκεϊζερίτης. Πολυάριθμοι γ. υπάρχουν στο Εθνικό Πάρκο Γελοουστόουν στο Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ, στην Ισλανδία και στη Νέα Ζηλανδία. Άλλα γ. έχουν επισημανθεί στην Αλάσκα, στη Χιλή, στο Θιβέτ, στην Ιαπωνία κ.α. Η μεγαλύτερη αριθμητική τους πυκνότητα παρατηρείται στο Γελοουστόουν (βλ. λ.). Από τις 200 ενεργές πηγές του πάρκου, περισσότερο γνωστές είναι η Ολντ Φέιθφουλ, που εκτοξεύει κάθε 65 λεπτά και επί 4 λεπτά, μία στήλη βραστού νερού σε ύψος περίπου 40 μ.· η Κασλ, που η εκτόξευσή της σε ύψος 80 μ. προκαλεί δονήσεις του εδάφους και μερικές φορές εξακολουθεί να εκπέμπει υδρατμούς για διάστημα δύο ωρών· η Τζάιαντ, με ανώμαλη εκτόξευση μεγάλου όγκου νερού· η Μπίχιβ, με μικρή ενεργητικότητα, αλλά με το μεγαλύτερο ύψος σε όλη την περιοχή κ.ά. Στην Ισλανδία, όπου υπάρχουν 30 τέτοιες πηγές σε ενέργεια, γνωστότερη είναι το Μεγάλο γ., που με την πάροδο του χρόνου ελαττώνεται η συχνότητα και η ενεργητικότητά του. Κατά τον Μπούνσεν, ο οποίος με μία ειδική συσκευή αναπαράστησε πειραματικά τη λειτουργία των γ., η αρχή της ενέργειας των πηγών αυτών βασίζεται στην απότομη αύξηση της θερμοκρασίας του νερού από την επιφάνεια στο εσωτερικό του αγωγού εκτόξευσής του. Εκεί, περίπου στα μέσα του αγωγού, υπάρχει μία στάθμη, όπου η θερμοκρασία πλησιάζει τη θερμοκρασία βρασμού του νερού, ενώ οι συνθήκες πίεσης είναι τέτοιες, ώστε να συγκρατούν την υδάτινη στήλη μέσα στον αγωγό. Όταν η πίεση των ατμών που υπάρχουν στο υπέδαφος ανυψώσει λίγο τη στήλη, η πίεση αυτή ελαττώνεται και το νερό που βρίσκεται στη στάθμη αυτή αρχίζει απότομα να βράζει, ενώ η υπερυψωμένη υδάτινη στήλη εκσφενδονίζεται ορμητικά προς τα έξω. Σχηματική παράσταση μιας πηγής γκέιζερ, όπου φαίνονται οι συνθήκες θερμοκρασίας που ρυθμίζουν μέσα στο υπέδαφος τον μηχανισμό εκτόξευσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… …   Dictionary of Greek

  • αλπική ορεογένεση — Η ιστορία της εξέλιξης της Γης χαρακτηρίζεται από βίαιες εκδηλώσεις, που οφείλονται σε διάφορες αιτίες και έχουν επαναληφθεί σε διάφορες περιόδους. Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων αυτών ο φλοιός της Γης παραμορφώθηκε έντονα, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ατμίδες — Ζεστά αέρια και ατμοί που βγαίνουν από ρωγμές του εδάφους με μικρή ή μεγάλη ορμή. α. βόρακα. Φυσική εκπομπή υδρατμών υψηλής θερμοκρασίας (έως 21°C) και με πίεση (έως 6 ατμ.) μέσα από ρωγμές του εδάφους που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία …   Dictionary of Greek

  • δέλλος — Πηγή θερμού ύδατος, στην οποία το νερό αναβλύζει περιοδικά με τη μορφή υδάτινης στήλης σε μεγάλο ύψος. Η ονομασία της προέρχεται από την ομώνυμη περιοχή Δέλλοι της Σικελίας, όπου κατά την αρχαιότητα, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης, εκτοξεύονταν… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Ντομίνικα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής, μεταξύ της θάλασσας της Καραϊβικής και του βόρειου Ατλαντικού ωκεανού.Tο νησί Nτομίνικα είναι το μεγαλύτερο και βορειότερο της ομάδας των προσήνεμων νησιών, και βρίσκεται μεταξύ της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης …   Dictionary of Greek

  • οπάλιο — Ορυκτό από πυρίτιο (SiO2) και έναν αριθμό μορίων ύδατος που ποικίλλει απ 1 21% του βάρους του ορυκτού· στερείται κρυσταλλικής δομής, είναι δηλαδή άμορφο. Προέρχεται από την αποξήρανση διαλυμάτων πυρίτιου και σχηματίζει αποθέματα επίθεσης. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”